αντισχέδιο

αντισχέδιο
το
σχέδιο που τροποποιεί άλλο προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + σχέδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντισχέδιο — το σχέδιο που καταρτίστηκε για κατάργηση ή τροποποίηση άλλου σχεδίου: Ενώ καταρτιζόταν σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, προβλήθηκε από ορισμένη χώρα αντισχέδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”